Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Οργανική λογοτεχνία και διανόηση ή η “Εταιρεία Συγγραφέων” ως σανατόριο

"Ταυτίζοντας τη σιωπή με την «αντικειμενικότητα», την “ουδετερότητα”, την “ελεγχόμενη αντιπολίτευση” και τις “ίσες αποστάσεις”, οι οργανικοί -κατά Gramsci- λογοτέχνες και διανοητές απλώς ανοίγουν το δρόμο σε επικίνδυνες πολιτικές επιλογές, που τόσο ακριβά πλήρωσε ο κόσμος τον 20ό αιώνα." Γράφει ο Κώστας Γουλιάμος, Τακτικό Μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών

 

του  Κώστα Γουλιάμου*

Στο 18ο αιώνα ο Giambattista Vico συγκροτεί μια προσέγγιση κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας, την οποία αντιλαμβάνεται ως παράγωγο μιας διαδικασίας με ρίζες προέλευσης. Η προσέγγισή του παραμένει διαχρονική, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο που εντείνονται κι εκτείνονται παθογενείς όσο και προβληματικές στάσεις και συμπεριφορές λογοτεχνών και διανοουμένων. Με ορισμένες εξαιρέσεις, η εκκωφαντική τους σιωπή, η αποστασιοποίηση και απουσία τους από τα δρώμενα της κοινωνικής πραγματικότητας έχει ρίζες προέλευσης στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, που στο πρώτο τουλάχιστον τέταρτο του 21ου αιώνα επιτείνει πιο συστημικά και συστηματικά τη συντηρητικοποίηση της δημόσιας ζωής, (ανα)παράγοντας μηχανισμούς σύγχρονου αυταρχισμού και διαμόρφωσης αλλοτριωμένης συνείδησης αλλά και μια ιδιότυπη παραχάραξη της ιστορίας.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ομολογήσουμε πως φαινόμενα παρακμής και κρίσης της κρίσης λογοτεχνών και διανοουμένων βοούσαν εδώ και δεκαετίες. Οι νέες τεχνολογίες και η δημιουργία πλήθους λογοτεχνικών ιστότοπων ανέδειξαν -μεταξύ άλλων- τόσο τις προσωπικές αδυναμίες λογοτεχνών και διανοητών, όσο και την ανεπάρκεια των επαγγελματικών τους φορέων ή συνδέσμων να ρηγματώσουν τις υπάρχουσες νόρμες και χειραγωγήσεις των κυρίαρχων πολιτικών και, συνάμα, να δράσουν χειραφετητικά προς όφελος της κοινωνίας.

Η Γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων και, λίγο αργότερα, το ολοκαύτωμα των Εβραίων, των Ρομά και των Κομμουνιστών από τα φασιστικά και ναζιστικά καθεστώτα υπήρξαν το πρόπλασμα για όσα ειδεχθή δεινά ακολούθησαν, με κορύφωση την ωμή βία και διαιωνιζόμενη κατοχή της μεν Παλαιστίνης από το Ισραήλ, της δε Κύπρου από την Τουρκία. Ειδικότερα, παρατηρούμε τη μεθοδευμένη αδράνεια αλλά και την προκλητική άρνηση λογοτεχνικών φορέων/συνδέσμων -λόγου χάρη, της “Εταιρείας Συγγραφέων” και του “Κύκλου Ποιητών”- να εκδώσουν ψήφισμα καταδίκης του Ισραήλ για τη διαιωνιζόμενη κατοχή και γενοκτονία των Παλαιστινίων.

Λαμβάνοντας υπόψη πως ο αριθμός των δολοφονημένων παιδιών από το Ισραήλ στη Γάζα είναι μεγαλύτερος απ’ όσα σκοτώθηκαν ετησίως σε όλες τις πολεμικές συγκρούσεις του πλανήτη μετά το 2019, είχα ζητήσει ως μέλος με επιστολή μου (26/05/24) προς το ΔΣ της “Εταιρείας Συγγραφέων” την έκδοση ψηφίσματος καταδίκης του Ισραήλ για να λάβω την ακραία όσο και προκλητική θέση πως “η Εταιρεία Συγγραφέων…δεν τοποθετείται σε κομματικά, πολιτικά ή γεωπολιτικά θέματα”.

Κι ενώ χιλιάδες Ισραηλινοί διαδηλώνουν ενάντια στο έγκλημα πολέμου που διεξάγει η κυβέρνηση Νετανιάχου και πάνω από 1.400 πανεπιστημιακοί/διοικητικοί πανεπιστημίων του Ισραήλ υπογράφουν κοινή επιστολή απαιτώντας τέλος πολέμου στη Γάζα, η “Εταιρεία Συγγραφέων” (όπως και ο “Κύκλος Ποιητών”) με την εμμονική της άρνηση να εκδώσει ψήφισμα μετατρέπει το φορέα λογοτεχνίας σε σανατόριο, όπου τα μέλη καλούνται ως κατοικίδια όντα να βιώσουν τη διαδικασία προσαρμογής τους στην κοινωνική και πολιτισμική μηχανική του ευρω-ενωσιακού και ευρω-ατλαντικού συμπλέγματος.

Πρόδηλα, σε μία εποχή διάχυτης χειραγώγησης, η στάση της “Εταιρείας Συγγραφέων” (όπως και του “Κύκλου Ποιητών”), εγκλωβισμένη στην κατά K. Mannheim έννοια της «αιωρούμενης διανόησης», καθορίζεται με τους όρους χρήσης του εν λόγω συμπλέγματος.

Επιβεβαιώνεται έτσι η βαθύτατη σύγχυση αλλά και το καθεστώς κρίσης και παρακμής στο οποίο έχει δυστυχώς περιέλθει εδώ και κάποια χρόνια η “Εταιρεία Συγγραφέων”, καθώς πολιτογραφεί τη λογοτεχνική δράση πάνω από το χρόνο και έξω από την ιστορική πραγματικότητα. Αναντίλεκτα, πρόκειται για θέση βαθύτατα οπισθοδρομική, ιδεολογικά υποταγμένη στο λόγο του ηγεμόνα και, σαφώς, ανιστορική, αφού στοχεύει -μεταξύ άλλων- στην απονεύρωση του ρόλου του «συνειδητού στοιχείου».

Προεκτείνοντας, θα σημείωνα πως ένα από τα κρίσιμα γνωρίσματα μεγάλου μέρους λογοτεχνών και διανοητών είναι και το γεγονός της ενσωμάτωσης τους στο σύστημα εξουσίας. Δεν θα αναφερθώ σε πληθώρα παραδειγμάτων, που αποδεικνύουν ότι εν πολλοίς κατασκευάζεται συμβολικά μια ατομιστική εγωπάθεια και αναπαράγεται υλικά ένα σύστημα επιλεκτικών και τεχνητών ταυτοτήτων προσωπικού κύρους, αρκεί βέβαια να υπάρχει οργανική σύμφυση με τους μηχανισμούς εξουσίας.

Tο συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι ταυτίζοντας τη σιωπή με την «αντικειμενικότητα», την “ουδετερότητα”, την “ελεγχόμενη αντιπολίτευση” και τις “ίσες αποστάσεις”, οι οργανικοί -κατά Gramsci- λογοτέχνες και διανοητές απλώς ανοίγουν το δρόμο σε επικίνδυνες πολιτικές επιλογές, που τόσο ακριβά πλήρωσε ο κόσμος τον 20ό αιώνα. Γι` αυτό και το μύθευμα πως “η Εταιρεία Συγγραφέων…δεν τοποθετείται σε κομματικά, πολιτικά ή γεωπολιτικά θέματα”, δεν είναι αθώο. Τουναντίον, αποτελεί πολιτικά ηθελημένη συσκότιση και πολιτισμικά μετρήσιμο υλικό μέγεθος στρατηγικής σχέσεων και ταύτισης με την αστυνόμευση και τη νεο-απολυταρχική πολιτική που επιβάλλει ο κυρίαρχος λόγος, την ώρα που όλος ο κόσμος συγκλονίζεται και αντιδρά έντονα απέναντι στη γενοκτονία των Παλαιστινίων.

Η ενσωμάτωση των διανοουμένων στο σύστημα εξουσίας δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Όπως βέβαια δεν είναι και η διαστροφή των εννοιών, η κακοποίηση των λέξεων και, συνεπαγωγικά, η κρίση της κρίσης. Ωστόσο, παρά τις εξαιρετικά εκλεπτυσμένες ερμηνείες –από τον Θουκυδίδη μέχρι τον Locke, για παράδειγμα-, η σύντμηση του χρόνου και η εμπειρία της ψηφιακής και οσονούπω κβαντικής επιτάχυνσης στον 21ο αιώνα αποτελούν το έναυσμα για περαιτέρω ανάλυση και ερμηνεία πάνω στη διαστροφή των εννοιών ή την κακοποίηση των λέξεων και, βέβαια, την «κρίση» (του `κρίνειν`). Ειδικότερα, η ανάλυση της κρίσης ως «κριτική ικανότητα» και της κρίσης ως «πεποίθηση» δεν μπορεί να ακολουθήσει την «Περί Παραπρεσβείας» προσέγγιση του Δημοσθένη που καλούσε τους πολίτες της Αθήνας να κρίνουν απολύτως μόνοι τους με βάση όσα οι ίδιοι γνώριζαν.

Επειδή ακριβώς ο λόγος -όπως και η σιωπή του λόγου- προσδιορίζονται από μια σειρά παράγοντες με σαφή κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική έδραση (ρίζα). Η επίκληση στην οικεία κρίση ή, τέλος πάντων, στην οικεία νοητική δύναμη, και κατ` επέκταση η εκκωφαντική σιωπή, ιδιαίτερα σε μία εποχή διάχυτης χειραγώγησης, συγκροτεί μια βαθιά λαθεμένη άποψη και, συνάμα, μια συστημική “νόμω και έθει” συμπεριφορά ηθελημένης συσκότισης.

Πέραν τούτου, η ιδιοφυΐα του πολιτικού υβριδισμού στη νεο-σοσιαλδημοκρατική και νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, δεν προάγει μόνο μορφές ηθελημένης συσκότισης αλλά και το είδος εκείνου του λογοτεχνικού και διανοητικού lifestyle που απολιτικοποιεί και αποταξικοποιεί το λόγο σε συνθήκες πολιτικής κρίσης και όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων.

Μολοταύτα είναι αυτονόητο πως οργανική λογοτεχνία και διανόηση δεν μπορούν να εκριζώσουν το κριτικό πνεύμα και το αγωνιστικό του φρόνημα. Γιατί πραγματικά υπήρχαν και υπάρχουν πολλές αυθεντικές φωνές ενός ανατρεπτικού τμήματος του λόγου, που αντιστέκονται απέναντι  στον συστημικό καθωσπρεπισμό και στις νέες πολιτισμικές ομοιομορφίες.

—————————————————————

*Τακτικό Μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών

Απόψεις